- ταλαεργός
- -όν, Α1. (ιδίως για υποζύγιο) φιλόπονος και καρτερικός2. επίπονος3. (για τον Ηρακλή) αυτός που έχει κουραστεί και ταλαιπωρηθεί πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. ταχυ-εργός].
Dictionary of Greek. 2013.